Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καὶ ἐπιδεξιότης

См. также в других словарях:

  • επιδεξιότητα — η (AM ἐπιδεξιότης) [επιδέξιος] η ιδιότητα τού επιδέξιου, ικανότητα, ευφυΐα («διὰ τὴν ἐπιδεξιότητα και νουνέχειαν τἀνδρός», Πολύβ.) νεοελλ. τέχνη, μαστοριά (α. «τις επιδεξιότητες τού κονταριού μαθαίνει» β. για ζωγραφιά, «με τόση επιδεξιότητα τήν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»